ὑδρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(42)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑδρεύω]], ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] μεσ.) [[υδρεύομαι]]<br />[[προμηθεύομαι]] [[νερό]] για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[αντλώ]] ή [[κουβαλώ]], [[μεταφέρω]] [[νερό]] («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρδεύω]], [[ποτίζω]] («δεῑ δ' ὑδρεύειν εὖ [[μάλα]] κατὰ τῆς κόπρου», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑδρ</i>- του [[ὕδωρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>].
|mltxt=[[ὑδρεύω]], ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] μεσ.) [[υδρεύομαι]]<br />[[προμηθεύομαι]] [[νερό]] για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[αντλώ]] ή [[κουβαλώ]], [[μεταφέρω]] [[νερό]] («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρδεύω]], [[ποτίζω]] («δεῑ δ' ὑδρεύειν εὖ [[μάλα]] κατὰ τῆς κόπρου», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑδρ</i>- του [[ὕδωρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑδρεύω:''' ([[ὕδωρ]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[αντλώ]], [[έλκω]], [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., [[αντλώ]] [[νερό]] για τον εαυτό μου, [[τραβώ]] [[νερό]], <i>πολῖται</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρεύω Medium diacritics: ὑδρεύω Low diacritics: υδρεύω Capitals: ΥΔΡΕΥΩ
Transliteration A: hydreúō Transliteration B: hydreuō Transliteration C: ydreyo Beta Code: u(dreu/w

English (LSJ)

   A draw fetch, or carry water, Od. 10.105, Thgn.264:—freq. in Med., draw water for oneself, [κρήνη] ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Od.7.131, 17.206, cf. Hdt.7.193, E.Tr.205 (lyr.); ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Th.4.97; παρὰ τῶν γειτόνων Pl.Lg. 844b; [ἀπὸ τελμάτων] ὑ. αἱ μέλιτται Arist. HA626a11.    II trans., water, irrigate, Thphr.HP2.6.3.

German (Pape)

[Seite 1173] Wasser schöpfen, holen, tragen; Od. 10, 105; Theogn. 264; gew. im med., sich Wasser schöpfen, holen, gehen um sich Wasser zu holen, Od. 7, 131. 17, 206; h. Cer. 99; Her. 7, 193. 9, 49; Eur. Troad. 205; Thuc. 4, 97; Plat. παρὰ τῶν γειτόνων ὑδρευέσθω, Legg. VIII, 844 b; Folgde, wie Pol. 2, 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρεύω: (ὕδωρ) ἀντλῶ, λαμβάνω, ἢ φέρω ὕδωρ, Ὀδ. Κ. 105, Θέογν. 264· - συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀντλῶ ἢ λαμβάνω ὕδωρ δι’ ἐμαυτόν, [[[κρήνη]]] ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Ὀδ. Η. 131. πρβλ. Ρ. 206, Ἡρόδ. 7. 193, Εὐρ. 110. 205· ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Θουκ. 4. 97· παρὰ τῶν γειτόνων Πλάτ. Νόμ. 844Β· ἀπὸ τελμάτων ὑδρ. αἱ μέλιτται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37· μέλλ. ὑδρευσομένη Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. ἀρδεύω, ποτίζω, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

1 puiser de l’eau, faire de l’eau;
2 arroser;
Moy. ὑδρεύομαι s’approvisionner en eau.
Étymologie: ὕδωρ.

English (Autenrieth)

draw water, mid., for oneself. (Od.)

Greek Monolingual

ὑδρεύω, ΝΜΑ
(κυρίως μεσ.) υδρεύομαι
προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό
αρχ.
ενεργ.
1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.)
2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ' ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς κόπρου», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

ὑδρεύω: (ὕδωρ), μέλ. -σω, αντλώ, έλκω, τραβώ ή φέρνω νερό, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., αντλώ νερό για τον εαυτό μου, τραβώ νερό, πολῖται, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.