ὑπερζέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[πάρα]] πολύ, [[παραβράζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για τον ήλιο) [[καίω]] από [[ψηλά]]<br />β) βρίσκομαι σε [[ψυχικό]] αναβρασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ζέω</i> «[[βράζω]], [[κοχλάζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[πάρα]] πολύ, [[παραβράζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για τον ήλιο) [[καίω]] από [[ψηλά]]<br />β) βρίσκομαι σε [[ψυχικό]] αναβρασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ζέω</i> «[[βράζω]], [[κοχλάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερζέω:''' μέλ. <i>-ζέσω</i>, [[παραβράζω]], [[ξεχειλίζω]]· μεταφ., λέγεται για άνδρα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερζέω Medium diacritics: ὑπερζέω Low diacritics: υπερζέω Capitals: ΥΠΕΡΖΕΩ
Transliteration A: hyperzéō Transliteration B: hyperzeō Transliteration C: yperzeo Beta Code: u(perze/w

English (LSJ)

   A boil over, Id.GA753a33, Pr.936a37, PHolm.18.23: metaph., ἁνὴρ παφλάζει . . ὑπερζέων Ar.Eq.920 (lyr.); τὰ παιδία ὑ. τῷ πάθει Arist.Pr.861b8; of anger, Eun.Hist.p.240 D.; φύσιν . . ἐν αὑτῇ οἷον ὑπερζέουσαν ζωῇ Plot.6.5.12.    2 ferment thoroughly, Dsc.5.7, Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ζέΕω), übermäßig kochen, überkochen, Ar. Equ. 917 u. Sp., wie Luc. de dips. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερζέω: μέλλ. -ζέσω, ὑπερμέτρως ζέω, «παραβράζω», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 18, Πρβλ. 24. 6· μεταφορ., ἀνὴρ παφλάζει... ὑπερζέων Ἀριστοφ. Ἱππ. 920· τὰ παιδία ὑπερζ. τῷ πάθει Ἀριστ. Προβλ. 1. 19· ὑπ. ὀργῇ εἴς τινα Βυζ.

French (Bailly abrégé)

1 bouillir trop ou très fort ; fig. bouillonner (de colère, etc.);
2 être ardent en parl. du soleil.
Étymologie: ὑπέρ, ζέω.

Greek Monolingual

Α
1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω
2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά
β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ζέω «βράζω, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερζέω: μέλ. -ζέσω, παραβράζω, ξεχειλίζω· μεταφ., λέγεται για άνδρα, σε Αριστοφ.