ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρλαμπρος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], [[λαμπρότατος]] («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[μεγαλοπρεπής]], μεγαλοπρεπέστατος<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) πολύ διακεκριμένος («[[ὑπέρλαμπρος]] καὶ ἐξοχώτατος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ήχο) πολύ [[καθαρός]], [[ευκρινής]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρλαμπρον</i><br />με [[μεγάλη]] ηχητική [[καθαρότητα]]. | |mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρλαμπρος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], [[λαμπρότατος]] («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[μεγαλοπρεπής]], μεγαλοπρεπέστατος<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) πολύ διακεκριμένος («[[ὑπέρλαμπρος]] καὶ ἐξοχώτατος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ήχο) πολύ [[καθαρός]], [[ευκρινής]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρλαμπρον</i><br />με [[μεγάλη]] ηχητική [[καθαρότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέρλαμπρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> υπερβολικά [[λαμπρός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[καθαρός]], [[σαφής]] ή [[ευκρινής]], [[ισχυρός]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.). 2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6. II of sound, very clear or loud: neut. as Adv., ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260. III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.
Greek Monotonic
ὑπέρλαμπρος: -ον, I. υπερβολικά λαμπρός, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για ήχο, καθαρός, σαφής ή ευκρινής, ισχυρός, σε Δημ.