ὑπερέπτω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ποταμό ή [[ρυάκι]] και σχετικά με το [[έδαφος]] και με την ιλύ). [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] [[αποκάτω]] («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πάθος]]) [[κατατρώγω]] [[κρυφά]] («λυγραὶ δ' ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρέπτω]] / [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώω]], [[καταβροχθίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ποταμό ή [[ρυάκι]] και σχετικά με το [[έδαφος]] και με την ιλύ). [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] [[αποκάτω]] («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πάθος]]) [[κατατρώγω]] [[κρυφά]] («λυγραὶ δ' ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρέπτω]] / [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώω]], [[καταβροχθίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερέπτω:''' ([[ἐρέπτομαι]]), [[τρώω]], [[φθείρω]] από [[κάτω]], κονίην ὑπέρεπτε [[ποδοῖιν]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερέπτω Medium diacritics: ὑπερέπτω Low diacritics: υπερέπτω Capitals: ΥΠΕΡΕΠΤΩ
Transliteration A: hyperéptō Transliteration B: hypereptō Transliteration C: yperepto Beta Code: u(pere/ptw

English (LSJ)

   A eat away from below, cut away from under, of a stream, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.21.271.    II of mental suffering, gnaw secretly, Q.S.9.377.

German (Pape)

[Seite 1195] von unten wegfressen, wegnehmen, entziehen, z. B. von einem Flusse, der den Sand unter den Füßen wegspült, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖϊν, Il. 21, 271; – heimlich, innerlich nagen, bes. von Gemüthsleiden, λυγραὶ ὑπέρεπτον ἀνίαι, Qu. Sm. 9, 376.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερέπτω: τρώγω κάτωθεν, παρασύρω, ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος ὑποτρώγοντος τὴν ἑαυτοῦ κοίτην καὶ παρασύροντος τὴν ἑαυτοῦ κόνιν, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν, ὑπέσυρεν, ὑφήρπαζε τὴν ἄμμον ὑποκάτωθεν τῶν ποδῶν αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 271. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πάθους κατατρώγω κρυφίως, λιγραὶ δ’ ὑπέρεπτον ἀνίαι Κόϊντ. Σμύρν. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

ronger ou miner sous : κονίην ποδοῖϊν IL le sable sous les pieds en parl. d’un torrent.
Étymologie: ὑπέρ, ἐρέπτω.

English (Autenrieth)

eat away; ‘was washing away’ the sandunder’ his feet, Il. 21.271†.

Greek Monolingual

Α
1. (για ποταμό ή ρυάκι και σχετικά με το έδαφος και με την ιλύ). κατατρώγω, καταβροχθίζω αποκάτω («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. (για πάθος) κατατρώγω κρυφά («λυγραὶ δ' ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρέπτω / ἐρέπτομαι «τρώω, καταβροχθίζω»].

Greek Monotonic

ὑπερέπτω: (ἐρέπτομαι), τρώω, φθείρω από κάτω, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν, σε Ομήρ. Ιλ.