ὑπερήδομαι: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ευφραίνομαι σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥδομαι]] «ευφραίνομαι, [[χαίρομαι]]»]. | |mltxt=και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ευφραίνομαι σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥδομαι]] «ευφραίνομαι, [[χαίρομαι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερήδομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά για, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ὑπερήδετο ἀκούων</i>, χάρηκε [[πολύ]] ακούγοντας, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice beyond measure at a thing, τοῖσι χρηστηρίοισι Hdt.1.54; τῷ πόματι Id.3.22: c. part., ἀκούων ὑπερήδετο he rejoiced much at hearing, Id.1.90, X.Cyr.3.1.31: also ὑ. ὅτι . . ib.8.3.50. II Act., please exceedingly, Hdn.2.3.11.
German (Pape)
[Seite 1195] dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερήδομαι: ἥδομαι ὑπερβαλλόντως, ὑπερχαίρω, εὐχαριστοῦμαι ὑπερμέτρως διά τι πρᾶγμα, τοῖσι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 54· τῷ πόματι ὁ αὐτ. 3. 22· μετὰ μετοχ., ὑπερήδετο ἀκούων, πολὺ ἔχαιρεν ἀκούων, ὁ αὐτ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 31· ὡσαύτως, ὑπ. ὅτι... αὐτόθι 8. 3, 50. - Τὸ ἐνεργ. ὑπερήδω. προξενῶ ἡδονήν, τέρψιν, παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 268C.
Greek Monolingual
και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α
1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό
2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»].
Greek Monotonic
ὑπερήδομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά για, τινί, σε Ηρόδ.· με μτχ., ὑπερήδετο ἀκούων, χάρηκε πολύ ακούγοντας, στον ίδ.