ὑπερμεγέθης: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]]. | |mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερμεγέθης:''' Ιων. -άθης, <i>-ες</i>, γεν. <i>-εος</i>, = [[ὑπέρμεγας]], σε Ηρόδ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ὑπερμεγάθης [ᾰ], ες,
A = ὑπέρμεγας, [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, Hdt.2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; ἀδίκημα Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, ψεῦδος, D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑ. ἔργον exceedingly difficult, X.Cyr.1.6.8. Adv. -θως Ph. 1.103; κολάζεσθαι Phld.Ir.p.57 W.
German (Pape)
[Seite 1198] ες, = ὑπέρμεγας, ion. ὑπερμεγάθης, Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, ἔργον Xen. Cyr. 1, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμεγέθης: Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = ὑπέρμεγας, λίθοι, ὄφιες, κέρεα Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. ἀδίκημα Αἰσχίν. 54. 31· εὐεργεσία, ψεῦδος Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες ἔργον, ὑπερβαλλόντως δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’une grandeur démesurée, énorme.
Étymologie: ὑπέρ, μέγεθος.
Greek Monolingual
υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α
αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος
αρχ.
(για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος.
επίρρ...
ὑπερμεγέθως ΜΑ
με υπερμεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μεγέθης (< μέγεθος / μέγαθος), πρβλ. μικρο-μεγέθης].
Greek Monotonic
ὑπερμεγέθης: Ιων. -άθης, -ες, γεν. -εος, = ὑπέρμεγας, σε Ηρόδ., Δημ.