ὑπέρδασυς: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υ, Α [[δασύς]]<br /><b>1.</b> πολύ [[δασύς]], πολύ [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) πολύ [[πυκνόφυλλος]], [[φουντωτός]].
|mltxt=-υ, Α [[δασύς]]<br /><b>1.</b> πολύ [[δασύς]], πολύ [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) πολύ [[πυκνόφυλλος]], [[φουντωτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρδᾰσυς:''' -υ, [[μαλλιαρός]], [[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδᾰσυς Medium diacritics: ὑπέρδασυς Low diacritics: υπέρδασυς Capitals: ΥΠΕΡΔΑΣΥΣ
Transliteration A: hypérdasys Transliteration B: hyperdasys Transliteration C: yperdasys Beta Code: u(pe/rdasus

English (LSJ)

υ,

   A very hairy, ἀνήρ X.Cyr.2.2.28.    II thick with leaves, κιττός Ael.NA7.6.

German (Pape)

[Seite 1193] υ, gen. εως, übermäßig dicht od. rauh behaart, bärtig, Xen. Cyr. 2, 2, 28; κιττός, dicht stehend, Ael. H. A. 7, 6; dicht mit Waldung bewachsen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδᾰσυς: υ, λίαν δασύς, λάσιος, «μαλλιαρός», ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28. ΙΙ. ἔχων πυκνότατα φύλλα, κιττὸν ἄγριον τοῖς φυτοῖς ἐφέρποντα καὶ ὑπέρδασυν Αἰλ. π. Ζῴων 7. 6.

French (Bailly abrégé)

εια, υ;
extrêmement épais ou touffu ; en parl. d’un homme qui a les cheveux et la barbe incultes, d’aspect sauvage.
Étymologie: ὑπέρ, δασύς.

Greek Monolingual

-υ, Α δασύς
1. πολύ δασύς, πολύ μαλλιαρός
2. (για φυτό) πολύ πυκνόφυλλος, φουντωτός.

Greek Monotonic

ὑπέρδᾰσυς: -υ, μαλλιαρός, δασύτριχος, τριχωτός, σε Ξεν.