φίλτατος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φίλτατος]], -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[φίντατος]] Α<br />(υπερθ. [[βαθμός]]) ο [[πάρα]] πολύ [[αγαπητός]], προσφιλέστατος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φίλτατοι</i> και <i>τὰ φίλτατα</i><br />τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τατος</i> τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (<b>βλ.</b> και λ. [[φίλος]])]. | |mltxt=-η, -ο / [[φίλτατος]], -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[φίντατος]] Α<br />(υπερθ. [[βαθμός]]) ο [[πάρα]] πολύ [[αγαπητός]], προσφιλέστατος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φίλτατοι</i> και <i>τὰ φίλτατα</i><br />τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τατος</i> τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (<b>βλ.</b> και λ. [[φίλος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φίλτατος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Τραγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of φίλος, mostly poet., Il.6.91, al., Pi.P.9.98, A.Th.16, Ar.Ach.885, etc.; τὰ φ.
A one's nearest and dearest, v. φίλος 1.1c; οἱ φ. A.Ch.234; less freq. in Prose, Pl.Prt.314a, Grg.513a, Lg.650a, X.Cyr.4.3.2, etc.; τὰ φ. σώματα, opp. τοὺς ἀλλοτρίους, Aeschin.3.78; cf. φίντατος.
German (Pape)
[Seite 1289] superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.
Greek (Liddell-Scott)
φίλτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ φίλος, Ὅμ., Ἡσ., καὶ Τραγικ.· τὰ φίλτατα, τὰ ἀγαπητότατα πρόσωπα, οἱ στενώτατοι συγγενεῖς, οἷον γονεῖς, τέκνα, ἀνὴρ ἢ γυνή, ἀδελφοὶ ἢ αδελφαί, ἴδε ἐν λ. φίλος Ι. 1. γ· σπανιώτερον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, Γοργ. 513Α, Νόμ. 650Α, Ξεν., κλπ.· ἴδε Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 964· τὰ φίλτατα σώματα, ἐναντίον τοῦ τοὺς ἀλλοτρίους, Αἰσχίν. 64. 42· πρβλ. φίντατος.
French (Bailly abrégé)
Sp. de φίλος.
English (Autenrieth)
see φίλος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α
(υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα
τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τατος τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].
Greek Monotonic
φίλτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του φίλος, σε Όμηρ., Τραγ.