Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυλακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φυλαχτικός]], -ή, -ό, Ν [[φυλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα φυλακτικά</i><br />τα φύλακτρα, η [[αμοιβή]] για τη [[φύλαξη]] εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί [[κάτι]] («φυλακτικὸς ὑγείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που παίρνει προφυλάξεις, [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φυλακτικόν</i><br />η [[προθυμία]] για [[προφύλαξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυλακτικῶς</i> ΜΑ<br />με [[προφύλαξη]], με [[προσοχή]].
|mltxt=-ή, -ό / [[φυλακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φυλαχτικός]], -ή, -ό, Ν [[φυλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα φυλακτικά</i><br />τα φύλακτρα, η [[αμοιβή]] για τη [[φύλαξη]] εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί [[κάτι]] («φυλακτικὸς ὑγείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που παίρνει προφυλάξεις, [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φυλακτικόν</i><br />η [[προθυμία]] για [[προφύλαξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυλακτικῶς</i> ΜΑ<br />με [[προφύλαξη]], με [[προσοχή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠλακτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προστατευτικός]], με γεν., σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, [[προσεκτικός]], σε Ξεν.· <i>φυλακτικὸς ἐγκλημάτων</i>, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), [[προφυλακτικός]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτικός Medium diacritics: φυλακτικός Low diacritics: φυλακτικός Capitals: ΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phylaktikós Transliteration B: phylaktikos Transliteration C: fylaktikos Beta Code: fulaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A preservative, opp. ληπτικός, προετικός, Arist.EN1120b15; ὑγιείας Id.Top.106b36, cf. Rh.1366a37; of persons, φ. τῶν ὄντων X.Mem.3.4.9; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.Rh.1381b4; τὸ φ. Phld.Oec.p.34J., Gal.10.638, Porph.Antr.16. Adv. -κῶς Arist.Top. 106b37.    II (from Med.) cautious, opp. πιστευτικός, Id.Rh. 1372b28. Adv. -κῶς Plb.6.8.3, al.: Comp., -ώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1, al.

German (Pape)

[Seite 1313] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; μνήμη διάθεσις ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλακτικός: -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, ἐναντίον τῷ ληπτικός καὶ ποριστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγρύπνως φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), προφυλακτικός, προσεκτικός, αὐτόθι 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a la vertu de conserver ou de préserver, gén.;
2 qui se tient sur ses gardes, circonspect : φυλακτικός τινος XÉN qui veille sur qqn ou qch.
Étymologie: φυλάσσω.

Spanish

protector

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, -ή, -ό, Ν φυλάσσω
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά
τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων
αρχ.
1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί κάτι
3. αυτός που παίρνει προφυλάξεις, προσεκτικός, επιφυλακτικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτικόν
η προθυμία για προφύλαξη.
επίρρ...
φυλακτικῶς ΜΑ
με προφύλαξη, με προσοχή.

Greek Monotonic

φῠλακτικός: -ή, -όν,
I. προστατευτικός, με γεν., σε Αριστ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, προσεκτικός, σε Ξεν.· φυλακτικὸς ἐγκλημάτων, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.
2. (από Μέσ.), προφυλακτικός, στον ίδ.