ὠμόδροπος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπω]] «[[κόβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>δροπος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπω]] «[[κόβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>δροπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠμόδροπος:''' ον ([[δρέπω]]), αυτός που συλλέγεται [[πριν]] ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων [[προπάροιθεν]], λέγεται για εκείνον που δρέπει τα [[πρώτα]] νεαρά [[άνθη]] της [[παρθενίας]] [[πριν]] το γάμο, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόδροπος Medium diacritics: ὠμόδροπος Low diacritics: ωμόδροπος Capitals: ΩΜΟΔΡΟΠΟΣ
Transliteration A: ōmódropos Transliteration B: ōmodropos Transliteration C: omodropos Beta Code: w)mo/dropos

English (LSJ)

ον,

   A plucked unripe, νόμιμα ὠ., prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage-bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόδροπος: -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς ἄωρος, νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου ὅστις δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 333.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cueilli encore vert, càd avant l’âge en parl. de la virginité.
Étymologie: ὠμός, δρέπω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος].

Greek Monotonic

ὠμόδροπος: ον (δρέπω), αυτός που συλλέγεται πριν ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, λέγεται για εκείνον που δρέπει τα πρώτα νεαρά άνθη της παρθενίας πριν το γάμο, σε Αισχύλ.