ἀπαμφιάζω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαμφιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ενδύματα) [[βγάζω]], [[αποβάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]].
|mltxt=[[ἀπαμφιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ενδύματα) [[βγάζω]], [[αποβάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαμφιάζω:''' <b class="num">1)</b> снимать (ξυστίδας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> смывать (τὸν βῶλον ὕδατι Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμφιάζω Medium diacritics: ἀπαμφιάζω Low diacritics: απαμφιάζω Capitals: ΑΠΑΜΦΙΑΖΩ
Transliteration A: apamphiázō Transliteration B: apamphiazō Transliteration C: apamfiazo Beta Code: a)pamfia/zw

English (LSJ)

   A take off a garment, doff it, Plu.2.406d, Ph.2.393: metaph., γαῖαν AP7.49 (Bianor); ἀπαμφιάσαντες τὴν ψυχήν Them. Or.21.249d:—Med., ἀπαμφιάσασθαι τὰ περίαπτα Ph.1.288: metaph., lay bare, reveal, τὰ κεκρυμμένα Id.2.310:—Pass., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Id.1.362.    2 strip off, βῶλον AP7.76 (Diosc.):— hence Subst. ἀπαμφί-ασις, εως, ἡ, putting off, dub. in J.AJ19.2.5.

German (Pape)

[Seite 277] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμφιάζω: ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸ περιβάλλον ἢ τὸ περικοσμοῦν, Πλούτ. 2. 406D. ― Μέσ., ἀπαμφιασάμενοι τὰ περίαπτα γυμνὴν ἐπιδείκνυνται τὴν ὑπόκρισιν Φίλων 1. 288. ἀπαμφιάζου πενθικὴν ἀμορφίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 8. 795. μεταφ., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Φίλων 1. 263· ἀπαμφιάσαι γυμνὴν τὴν ψυχὴν Θεμίστ. 249D: ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαμφιασμός, Κορνοῦτος π. Θε. Φύσ. 30· ― καὶ -ασις, ἢ -εσις, ἡ, Διονύσ. Ἀρ., Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπημφίαζον, ao. ἀπημφίασα;
dévêtir, dépouiller, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀμφιάζω.

Spanish (DGE)

I 1quitarse, despojarse de τὴν ἐσθῆτα Ph.2.393, ξυστίδας μαλακάς Plu.2.406d
en v. med. desnudarse, desembarazarse de τὰ περίαπτα Ph.1.288.
2 fig. desvelar τὰ κεκρυμμένα Ph.2.310
en v. pas. γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Ph.1.362.
II arrebatar τἀνδρὸς τὴν ὀλίγην βῶλον de una tumba AP 7.76 (Diosc.).

Greek Monolingual

ἀπαμφιάζω (Α)
1. (για ενδύματα) βγάζω, αποβάλλω
2. μτφ. απογυμνώνω
3. μέσ. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμφιάζω: 1) снимать (ξυστίδας Plut.);
2) смывать (τὸν βῶλον ὕδατι Anth.).