σπανιότης: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπᾰνιότης:''' -ητος, τό, = το επόμ., [[έλλειψη]] ενός πράγματος, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σπᾰνιότης:''' -ητος, τό, = το επόμ., [[έλλειψη]] ενός πράγματος, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰνιότης:''' ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνιότης Medium diacritics: σπανιότης Low diacritics: σπανιότης Capitals: ΣΠΑΝΙΟΤΗΣ
Transliteration A: spaniótēs Transliteration B: spaniotēs Transliteration C: spaniotis Beta Code: spanio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,= sq.,

   A lack, γῆς Isoc.4.34, 132: pl., rarities, J.BJ7.5.5.

German (Pape)

[Seite 916] ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνιότης: -ητος, ἡ, = τῷ ἑπομ., ἔλλειψις, ὀλιγότης, γῆς Ἰσοκρ. 47C, 68A.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
rareté, insuffisance.
Étymologie: σπάνιος.

Greek Monotonic

σπᾰνιότης: -ητος, τό, = το επόμ., έλλειψη ενός πράγματος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνιότης: ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).