ὑποφεύγω: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποφεύγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[αποσύρω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αποσύρομαι για λίγο, [[λιγάκι]], απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''ὑποφεύγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[αποσύρω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αποσύρομαι για λίγο, [[λιγάκι]], απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφεύγω:''' <b class="num">1)</b> убегать, ускользать Hom.: ὑ. τινά (τι) Hom., Eur., Thuc. бежать от (избегать) кого(чего)-л.;<br /><b class="num">2)</b> отходить, отступать, уклоняться (μάχεσθαι μὲν μή, ὑ. δέ Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. Iterat. ὑποφεύγεσκε v.l. in Hdt.2.174:—
A flee from under, shun, τινα Il.22.200, E.El.1343 (anap.); φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Il.21.57; ὑ. τὸν πλοῦν withdraw from, endeavour to evade, Th. 4.28. II abs., retire a little, withdraw, Hdt.4.111,120, Th.3.97; evade, Pl.Lg.762b. 2 of land, recede, Peripl.M.Rubr.26. 3 pass under or through, τὴν λῆξιν καὶ τὴν αὔξησιν δι' ἧς ὑ. ἡ φύσις Zos.Alch.p.108B.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφεύγω: μέλλ. -ξομαι, ἐκφεύγω, κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· οἷον δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον ἀπομακρύνομαι, Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.
French (Bailly abrégé)
fuir secrètement, s’esquiver : τινα IL échapper à qqn ; τι à qch (à un danger, etc.).
Étymologie: ὑπό, φεύγω.
English (Autenrieth)
flee before, escape by flight, Il. 22.200†.
Greek Monolingual
Α φεύγω
1. διαφεύγω, κατορθώνω να ξεφύγω
2. αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
Greek Monotonic
ὑποφεύγω: μέλ. -ξομαι,
I. ξεφεύγω κρυφά, κατορθώνω να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· αποσύρω από, προσπαθώ να αποφύγω κάτι, σε Θουκ.
II. απόλ., αποσύρομαι για λίγο, λιγάκι, απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφεύγω: 1) убегать, ускользать Hom.: ὑ. τινά (τι) Hom., Eur., Thuc. бежать от (избегать) кого(чего)-л.;
2) отходить, отступать, уклоняться (μάχεσθαι μὲν μή, ὑ. δέ Her.).