κακοφραδής: Difference between revisions
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[κακόβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κᾰκοφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[κακόβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοφρᾰδής:''' злоумышляющий, коварный ([[Αἴας]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) poet. word,
A bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as Adv., foolishly, Euph.98.2.
German (Pape)
[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.
Greek Monolingual
κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο-φραδής.
Greek Monotonic
κᾰκοφρᾰδής: -ές (φράζομαι), κακόβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοφρᾰδής: злоумышляющий, коварный (Αἴας Hom.).