ἀπόπτωμα: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόπτωμα]], το (AM) [[αποπίπτω]]<br />[[πλάνη]], [[παράπτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατύχημα]], [[δυστύχημα]]. | |mltxt=[[ἀπόπτωμα]], το (AM) [[αποπίπτω]]<br />[[πλάνη]], [[παράπτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατύχημα]], [[δυστύχημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόπτωμα:''' ατος τό крушение, неудача Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A unlucky chance, misfortune, Plb.11.2.6. II error, Vett.Val.238.26.
German (Pape)
[Seite 321] τό, der Unfall, Pol. 11, 2, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπτωμα: -ατος, τό, ἀτύχημα, δυστύχημα, Πολύβ. 11. 2, 6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 cosa que cae, hoja caduca πᾶσα στρατιὰ ἀπορρεύσει ... ὡς ἀπόπτωμα ἀπὸ συκῆς Aq.Is.34.4.
2 desgracia, infortunio Plb.11.2.6, Clem.Al.Paed.3.2.14.
3 fallo ἀ. φυγῆς <καὶ> θανάτου ἄξιον Vett.Vall.229.2, cf. 228.28.
Greek Monolingual
ἀπόπτωμα, το (AM) αποπίπτω
πλάνη, παράπτωμα
αρχ.
ατύχημα, δυστύχημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπτωμα: ατος τό крушение, неудача Polyb.