ἀπατιμάω: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπᾰτῑμάω:''' αόρ. αʹ <i>-ητίμασα</i>, [[προξενώ]] [[βαριά]] [[ατίμωση]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀπᾰτῑμάω:''' αόρ. αʹ <i>-ητίμασα</i>, [[προξενώ]] [[βαριά]] [[ατίμωση]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπᾰτῑμάω:''' Hom. = [[ἀπατιμάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 31 December 2018
English (LSJ)
A dishonour greatly, ἀπητίμησε Il.13.113.
German (Pape)
[Seite 282] entehren, beschimpfen, Il. 13, 113 ἀπητίμησε Πηλείωνα, Homerisch statt des simpl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτῑμάω: ἀτιμάζω μεγάλως, ἀπητίμησε Ἰλ. Ν. 113· οὐδ’ Ἕρσην γοργῶπις ἀπητίμησεν Ἀθήνη Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, 54.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπητίμησα;
c. ἀπατιμάζω.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰτῑμάω) deshonrar ἀπητίμησε ... Πηλεΐωνα Il.13.113.
Greek Monotonic
ἀπᾰτῑμάω: αόρ. αʹ -ητίμασα, προξενώ βαριά ατίμωση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰτῑμάω: Hom. = ἀπατιμάζω.