ἐφίδρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφίδρωσις:''' -εως, ἡ ([[ἱδρόω]]), ελαφρό [[ίδρωμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐφίδρωσις:''' -εως, ἡ ([[ἱδρόω]]), ελαφρό [[ίδρωμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφίδρωσις:''' εως ἡ испарина Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A superficial perspiration, Plu.Brut.25 (pl.), Gal. 16.601.
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, Schweiß am Oberleibe, od. leichter, dünner Schweiß, Medic. Bei Plut. Brut. 25 will man ἀφίδρωσις vorziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφίδρωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἢ τὸν θώρακα γινομένη ἐλαφρὰ ἵδρωσις, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐπὶ ὅλου τοῦ σώματος, Πλουτ. Βροῦτ. 25. Γαλην.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transpiration facile ou abondante.
Étymologie: ἐπί, ἱδρόω.
Greek Monotonic
ἐφίδρωσις: -εως, ἡ (ἱδρόω), ελαφρό ίδρωμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφίδρωσις: εως ἡ испарина Plut.