ἀντίβιος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίβῐος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[βία]]), αυτός που αντιτάσσει [[βία]] στη [[βία]], ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]], με φιλέριδα [[λόγια]], σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = [[ἀντιβίην]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀντίβῐος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[βία]]), αυτός που αντιτάσσει [[βία]] στη [[βία]], ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]], με φιλέριδα [[λόγια]], σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = [[ἀντιβίην]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίβιος:''' враждебный, неприязненный (ἔπεα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον : (βία):—
A opposing force to force: as Adj. in Hom. only in the phrase ἀντιβίοις ἐπέεσσι with wrangling words, Il.1.304, Od.18.415, etc.; ἀ. ὅμιλος hostile, Tryph.624. b Subst., enemy, Jul.Caes.319b (anap.), Nonn.D.2.508, al., Opp.H.5.114. 2 as Adv., ἀντίβιον, = ἀντιβίην, ἀ. μαχέσασθαι Il.3.20; Μενελάῳ ἀντίβιον . . πολεμίζειν ib.435; εἰ μὲν ἀντίβιον . . πειρηθείης 11.386.
German (Pape)
[Seite 250] (βία), Gewalt gegen Gewalt setzend, entgegenkämpfend, Hom. ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσθαι, καθάπτεσθαι, Il. 1, 304 Od. 18, 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσθαι Il. 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίβιος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, ον (βία): ὁ ἀντιτάσσων βίαν ἐναντίον βίας: ὡς ἐπίθ. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἀντιβίοισι μαχησαμένῳ ἐπέεσσιν, «ἐναντίοις, ὅ ἐστι στασιαστικοῖς λόγοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 304, Ὀδ. Σ. 415, κτλ· οὕτως, ἀντ. ὅμιλος, ἐχθρικός, Τρυφ. 624. 2) ὡς ἐπίρρ., ἀντίβιον = ἀντιβίην, ἀντ. μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 20· Μενελάῳ ἀντίβιον ... πολεμίζειν αὐτ. 435· εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον ... πειρηθείης Λ. 386.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adverse, contraire ; adv. • ἀντίβιον IL en face ; acc. fém. ion. • ἀντιβίην IL en face de, contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, βία.
English (Autenrieth)
(βίη): hostile, only ἀντιβιοις ἐπέεσσι, Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, with verbs of combating, Il. 3.20, , Il. 11.386; also ἀντιβίην, *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Nonn.D.39.394]
1 enfrentado, hostil τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν Il.1.304, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Od.18.415, ἀντίβιος ὅμιλος Triph.624, νηυσὶ δ' ἐπ' ἀντιβίοισιν ἐπέτρεχε Nonn.D.39.394
•subst. enemigo ἀντιβίοισι τύραννε h.Mart.8.5, ἀντιβίους κακὰ πόλλ' ἔρξαι Iul.Caes.319b, κατ' ἀντιβίοιο δὲ πέμπων ἠθάδα πυρσόν Nonn.D.2.508, ὅτε ἀντιβίοισι ἐμπελάσῃ Opp.H.5.114.
2 adv. ἀντίβιον frente a frente μαχέσασθαι Il.3.20, Μενελάῳ ἀ. ... πολεμίζειν Il.3.435, εἰ μὲν ... πειρηθείης Il.11.386.
Greek Monolingual
ἀντίβιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) βία
1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία
2. εχθρικός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον
αντιβίην.
Greek Monotonic
ἀντίβῐος: -α, -ον και -ος, -ον (βία), αυτός που αντιτάσσει βία στη βία, ἀντιβίοις ἐπέεσσι, με φιλέριδα λόγια, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = ἀντιβίην, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίβιος: враждебный, неприязненный (ἔπεα Hom.).