περιφείδομαι: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιφείδομαι:''' αποθ., [[λυπάμαι]] και [[σώζω]], [[οικτίρω]] και [[χαρίζω]] την [[ζωή]] σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ. | |lsmtext='''περιφείδομαι:''' αποθ., [[λυπάμαι]] και [[σώζω]], [[οικτίρω]] και [[χαρίζω]] την [[ζωή]] σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιφείδομαι:''' щадить, сохранять жизнь (π. ζωῆς Theocr.; π. τοῦ Μιθριδάτου Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A spare and save alive, ἀμῶν Isyll.26; πατρός A.R.1.620, cf. Plu.Luc.3; ζωῆς AP7.534 (Alex. Aet. or Autom.). 2 to be careful, τοῦ μὴ . . [ἀφελεῖν] Archig. ap. Orib.46.25.2.
German (Pape)
[Seite 598] schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
περιφείδομαι: ἀποθ., φείδομαι, δὲν φονεύω, πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.
French (Bailly abrégé)
épargner soigneusement, gén..
Étymologie: περί, φείδομαι.
Greek Monolingual
Α
1. δείχνω φειδώ και περισώζω ή διασώζω κάτι
2. προσέχω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φείδομαι «προσέχω, διαφυλάττω»].
Greek Monotonic
περιφείδομαι: αποθ., λυπάμαι και σώζω, οικτίρω και χαρίζω την ζωή σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περιφείδομαι: щадить, сохранять жизнь (π. ζωῆς Theocr.; π. τοῦ Μιθριδάτου Plut.).