Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίκλυστος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίκλυστος:''' -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος [[ολόγυρα]] από [[θάλασσα]], λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''περίκλυστος:''' -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος [[ολόγυρα]] από [[θάλασσα]], λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίκλυστος:''' и 3 отовсюду омываемый, окруженный морем (νᾶσοι Aesch.; [[ἄστυ]] Eur.; [[χοιράς]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκλυστος Medium diacritics: περίκλυστος Low diacritics: περίκλυστος Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: períklystos Transliteration B: periklystos Transliteration C: periklystos Beta Code: peri/klustos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον A.Pers.880 (lyr.):—

   A washed all round by the sea, of islands, Δῆλος h.Ap.181, cf. A.Pers.596 (lyr.), E.HF1080 (lyr.), Ephipp.5.3 (anap.); πέτρα Str.16.2.13 ; ἀπόψεις 'belvederes', Plu. Comp.Cim.Luc. 1 ; π. ὑπὸτοῦ Αἰγαίου Str.2.5.24; ἐκτοῦ ποταμοῦ D.H. 5.13.

German (Pape)

[Seite 580] rings umsvüll; Αἴαντος περικλύστα (sollte περικλυστά accentuirt sein) νᾶσος, Aesch. Pers. 588; νᾶσοι περίκλυστοι, 856; Ταφίων περίκλυστον ἄστυ, Eur. Herc. f. 1080; auch in späterer Prosa, χοιράς, Plut. sept. sap. conv. 19.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλυστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος πανταχόθεν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
baigné tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περικλύζω.

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ. και -ος, Α περικλύζω
1. (ιδίως για νησί) αυτός που βρέχεται ολόγυρα από θάλασσα
2. φρ. «περίκλυστος ἄποψις» — πύργος, οικοδόμημα πάνω σε λόφους που έχουν πανοραμική θέα.

Greek Monotonic

περίκλυστος: -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος ολόγυρα από θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

περίκλυστος: и 3 отовсюду омываемый, окруженный морем (νᾶσοι Aesch.; ἄστυ Eur.; χοιράς Plut.).