πισσήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πισσήρης:''' -ες (*ἄρω), = [[πισσήεις]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πισσήρης:''' -ες (*ἄρω), = [[πισσήεις]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πισσήρης:''' черный как смола ([[κηκίς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσήρης Medium diacritics: πισσήρης Low diacritics: πισσήρης Capitals: ΠΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: pissḗrēs Transliteration B: pissērēs Transliteration C: pissiris Beta Code: pissh/rhs

English (LSJ)

ες, = foreg.,

   A κηκίς A.Ch.268.    2 = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath.12.524b.

German (Pape)

[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.

Greek (Liddell-Scott)

πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ. πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].

Greek Monotonic

πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).