Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠμότης: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμότης:''' -ητος, ἡ ([[ὠμός]]), ωμή [[κατάσταση]]· μεταφ., [[αγριότητα]], [[σκληρότητα]], [[βία]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ὠμότης:''' -ητος, ἡ ([[ὠμός]]), ωμή [[κατάσταση]]· μεταφ., [[αγριότητα]], [[σκληρότητα]], [[βία]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμότης:''' ητος ἡ реже pl.<br /><b class="num">1)</b> досл. сырое состояние, перен. неспелость, незрелость Arst.;<br /><b class="num">2)</b> несварение: ὠμότησιν ἁλίσκεσθαι Plut. болеть расстройством пищеварения;<br /><b class="num">3)</b> дикость, грубость, суровость, жестокость Eur. etc.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμότης Medium diacritics: ὠμότης Low diacritics: ωμότης Capitals: ΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: ōmótēs Transliteration B: ōmotēs Transliteration C: omotis Beta Code: w)mo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A rawness, crudeness, opp. πέπανσις Arist.Mete. 380b4.    2 indigestion, crudity, Thphr.Lass.4, D.S.10.7: pl., ὠμότησιν ἁλίσκεται Plu.2.661b, cf. Dsc.3.1.    II metaph., savagery, fierceness, cruelty, S.Inach. in PTeb.692 iv 15, E.Ion47, X.Cyr.4.5.19, Isoc.4.112, 11.32, D.21.109, etc.; ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Men. Mon.267; εἴς τινας LXX 2 Ma.12.5; ὠ. κατά τινος Luc.Phal.1.6: pl., Id.VH1.3, J.BJ7.8.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμότης: -ητος, ἡ, ὠμὴ κατάστασις, μάλιστα ἐπὶ ἀώρων καρπῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 4. Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 4. 2) ἀπεψία, ἐν τῷ πληθ., ὠμότησιν ἀλίσκεται Πλούτ. 2. 661Β, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα Διοσκ. 3. 1. ΙΙ. μεταφορ., ἀγριότης, σκληρότης, ἀπηνότης, 47, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 19, Ἰσοκρ. 64Α, 227Α, Δημ. κλπ.· ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Μένανδρ, ἐν Μονοστίχ. 267· ὠμ. κατά τινος Λουκ. Φάλ. 1. 6· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 crudité (d’un aliment);
2 dureté, cruauté, inhumanité.
Étymologie: ὠμός.

Greek Monotonic

ὠμότης: -ητος, ἡ (ὠμός), ωμή κατάσταση· μεταφ., αγριότητα, σκληρότητα, βία, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὠμότης: ητος ἡ реже pl.
1) досл. сырое состояние, перен. неспелость, незрелость Arst.;
2) несварение: ὠμότησιν ἁλίσκεσθαι Plut. болеть расстройством пищеварения;
3) дикость, грубость, суровость, жестокость Eur. etc.