χαιρετισμός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(46) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χαιρετίζω]]<br /><b>1.</b> το να προσφωνεί [[κανείς]] κάποιον που συναντά με τις λέξεις <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i> ή [[άλλη]] σχετική<br /><b>2.</b> [[απόδοση]] καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «ο [[χαιρετισμός]] της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν [[βασιλέα]] [[χαιρετισμός]]», Πορφ.<br />γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσκεψη]] σε κάποιον που γιορτάζει και η [[δεξίωση]] που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> χαιρετιστήριο [[δώρο]] («[[στέλνω]] έναν μικρό χαιρετισμό στον [[πατέρα]] για τη [[γιορτή]] του»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Χαιρετισμοί</i>- <b>(λειτουργ.)</b> ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης <i>χαίρε</i> στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό. | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[χαιρετίζω]]<br /><b>1.</b> το να προσφωνεί [[κανείς]] κάποιον που συναντά με τις λέξεις <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i> ή [[άλλη]] σχετική<br /><b>2.</b> [[απόδοση]] καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «ο [[χαιρετισμός]] της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν [[βασιλέα]] [[χαιρετισμός]]», Πορφ.<br />γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσκεψη]] σε κάποιον που γιορτάζει και η [[δεξίωση]] που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> χαιρετιστήριο [[δώρο]] («[[στέλνω]] έναν μικρό χαιρετισμό στον [[πατέρα]] για τη [[γιορτή]] του»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Χαιρετισμοί</i>- <b>(λειτουργ.)</b> ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης <i>χαίρε</i> στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαιρετισμός:''' ὁ обращение с приветствием Polyb., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A greeting, visit to a person of rank, Plb.32.15.8; salutation addressed to a god, PMag.Par.1.1046.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, Gruß, Besuch, bes. Aufwartung bei einem Vornehmern, die salutatio der Römer, Pol. 32, 15, 8.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χαιρετίζω
1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική
2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν βασιλέα χαιρετισμός», Πορφ.
γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», Πολ.)
νεοελλ.
1. επίσκεψη σε κάποιον που γιορτάζει και η δεξίωση που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες
2. συνεκδ. χαιρετιστήριο δώρο («στέλνω έναν μικρό χαιρετισμό στον πατέρα για τη γιορτή του»)
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι Χαιρετισμοί- (λειτουργ.) ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε έτσι λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης χαίρε στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό.
Russian (Dvoretsky)
χαιρετισμός: ὁ обращение с приветствием Polyb., Anth.