μεταδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταδιδάσκω]])<br />[[διδάσκω]] κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη [[διδασκαλία]] μου, [[προσηλυτίζω]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταδιδάσκομαι</i><br />α) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα [[πριν]]<br />β) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[προς]] το χειρότερο ή [[προς]] το καλύτερο.
|mltxt=(Α [[μεταδιδάσκω]])<br />[[διδάσκω]] κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη [[διδασκαλία]] μου, [[προσηλυτίζω]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταδιδάσκομαι</i><br />α) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα [[πριν]]<br />β) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[προς]] το χειρότερο ή [[προς]] το καλύτερο.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδῐδάσκω:''' переучивать: μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὶ μεταμαθεῖν Plut. переучиться и доучиться.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδῐδάσκω Medium diacritics: μεταδιδάσκω Low diacritics: μεταδιδάσκω Capitals: ΜΕΤΑΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: metadidáskō Transliteration B: metadidaskō Transliteration C: metadidasko Beta Code: metadida/skw

English (LSJ)

   A teach new things, show a better way, D.H.9.3, Anon. ap.Suid.: c.acc., convert, Gal.8.657; πόλιν λόγῳ μεταδιδάξαι Philostr. VA1.15: c. dupl. acc., μ. τινὰ ἑτέραν ὄρχησιν Id.Im.2.11:—Pass., like μεταμανθάνω, learn differently, learn something new, Muson.Fr. 10p.56H., Plu.2.784b; μ. τὴν διάλεκτον τὴν Δωρίδα Paus.4.27.11; also, change one's mind for the worse, D.S.13.28: more freq. for the better, Id.21.21, al.

German (Pape)

[Seite 146] (s. διδάσκω), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδῐδάσκω: διδάσκω ἄλλα ἢ ἀλλέως ἢ πρότερον, «μεταδιδάξαι, τὸ τὴν προτέραν ἀφεῖναι βουλὴν καὶ ἐλθεῖν ἐπ’ ἄλλην» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐν τῷ Παθ. κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ μεταμανθάνω, Μουσών. παρὰ Στοβ. 170. 30, Παυσ. 4. 27, 11· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, Πλούτ. 2. 784Β.

Greek Monolingual

μεταδιδάσκω)
διδάσκω κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί
αρχ.
1. κάνω κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη διδασκαλία μου, προσηλυτίζω, μεταπείθω
2. παθ. μεταδιδάσκομαι
α) μαθαίνω κάτι καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα πριν
β) αλλάζω γνώμη προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο.

Russian (Dvoretsky)

μεταδῐδάσκω: переучивать: μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὶ μεταμαθεῖν Plut. переучиться и доучиться.