ἡδύχροος: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδύχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει [[γλυκό]] [[χρώμα]], καθαρή [[επιφάνεια]], απαλή και όμορφη [[επιδερμίδα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡδύχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει [[γλυκό]] [[χρώμα]], καθαρή [[επιφάνεια]], απαλή και όμορφη [[επιδερμίδα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδύχροος:''' стяж. [[ἡδύχρους]] 2 нежного цвета ([[μέτωπον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ἡδύχρους, ουν,
A of sweet complexion, πρόσωπα IG14.2040.7; ἡδύχρουν μύρον a fragrant perfume, Dsc.1.58; τὸ ἡ. Androm. ap. Gal.14.52, Alex.Trall.7.3; hedychrum, Cic.Tusc.3.19.46. II ἡδύχρους, also ἡδύπνους, ὁ, a lamb not yet weaned, Phot.
German (Pape)
[Seite 1155] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν (μύρον), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ χρῶμα, μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν μύρον, εὔοσμον μύρον, Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς γαλαθηνός, σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον ἀρνίον καὶ μήπω γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἡδύχροος: -ον (χρόα), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει γλυκό χρώμα, καθαρή επιφάνεια, απαλή και όμορφη επιδερμίδα, σε Ανθ.