συνεπικουρέω: Difference between revisions
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπικουρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσέρχομαι]] ως [[σύμμαχος]] ή [[αρωγός]], [[βοηθώ]], [[ανακουφίζω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συνεπικουρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσέρχομαι]] ως [[σύμμαχος]] ή [[αρωγός]], [[βοηθώ]], [[ανακουφίζω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπικουρέω:''' вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A help to succour, X.Hier.3.2; ταῖς ἀπορίαις τινός Id.Cyr.1.6.24; Astrol., join as ally, τῷ ἡλίῳ S.E.M.5.32.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικουρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικουρῶ, ὡς ἐπίκουρος προσέρχομαι, βοηθῶ, ἀνακουφίζω, Ξεν. Ἱέρ. 3. 2· τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 32· ταῖς ἀπορίαις τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir ensemble ou en même temps au secours de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπικουρέω.
Greek Monotonic
συνεπικουρέω: μέλ. -ήσω, προσέρχομαι ως σύμμαχος ή αρωγός, βοηθώ, ανακουφίζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικουρέω: вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде.