θυοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυοδόκος]], -ον (Α)<br />(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θυμιάματα, ο [[ευώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ανθο]]-[[δόκος]], <i>οινο</i>-[[δόκος]]).
|mltxt=[[θυοδόκος]], -ον (Α)<br />(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θυμιάματα, ο [[ευώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ανθο]]-[[δόκος]], <i>οινο</i>-[[δόκος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''θυοδόκος:''' принимающий священные курения, т. е. полный благовонных курений (δόμοι, [[οἶκοι]], [[ἀνάκτορον]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠοδόκος Medium diacritics: θυοδόκος Low diacritics: θυοδόκος Capitals: ΘΥΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: thyodókos Transliteration B: thyodokos Transliteration C: thyodokos Beta Code: quodo/kos

English (LSJ)

ον, (θύος)

   A receiving incense, full thereof, of the Delphic temple, E.Ion511, 1549; ἀνακτόρων Id.Andr.1157, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1226] Rauchwerk, Weihrauch empfangend; δόμοι, οἶκοι, vom Tempel in Delphi, Eur. Ion 510. 1549; ἀνάκτορα Andr. 1159.

Greek (Liddell-Scott)

θυοδόκος: -ον, (θύος) δεχόμενος θυμίαμα, πλήρης θυμιάματος, εὐώδης, ἐπὶ τοῦ Δελφικοῦ ναοῦ, Εὐρ. Ἴωνι 511, 1549· ἀνακτόρων ὁ αὐτ., ἐν Ἀνδρ. 1146· πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les parfums, où l’on sert les parfums.
Étymologie: θύος, δέκομαι.

Greek Monolingual

θυοδόκος, -ον (Α)
(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο-δόκος, οινο-δόκος).

Russian (Dvoretsky)

θυοδόκος: принимающий священные курения, т. е. полный благовонных курений (δόμοι, οἶκοι, ἀνάκτορον Eur.).