χάλκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χάλκωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> медный сосуд Lys., Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> медная ванна Plut.;<br /><b class="num">3)</b> медная доска (таблица) Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> медный нос корабля Plut., Diod.;<br /><b class="num">5)</b> медная часть (ἀσπίδος Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκωμα Medium diacritics: χάλκωμα Low diacritics: χάλκωμα Capitals: ΧΑΛΚΩΜΑ
Transliteration A: chálkōma Transliteration B: chalkōma Transliteration C: chalkoma Beta Code: xa/lkwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything made of bronze or copper, vessel, instrument, Ar.V.1214, Fr.436, Lys.19.27, X.An.4.1.8, Sophr.30, Nicostr.21.4, PCair.Zen.40.1 (iii B. C.), BGU993 iii 12 (ii B. C.), Sor.2.29, etc.; ἀσπίδος τὸ χ. the bronze-work, opp. τὸ ξύλον, Arist.Mete.371a26, cf. Aen. Tact.37.7; cauldron, Plu.Demetr.24.    2 copper plate or tablet, for engraving records on, Plb.3.26.1, 3.33.18, IG9(1).685, al. (Corcyra, ii B. C.), 14.612 (Rhegium, i B. C.), 952.22 (Agrigentum, iii B. C.), 953.24 (Melita, iii B. C.); written χάλχωμα, JHS32.160 (Pisidia).    b generally, metal plate, Plb.6.23.14.    3 beak of a ship, D.S.20.9, Plu.Ant.67, etc.

German (Pape)

[Seite 1332] τό, alles aus Erz od. Kupfer Gemachte, ehernes od. kupfernes Geräth; Ar. Vesp. 1214; σύμμικτα Lys. 19, 27; Xen. An. 4, 1,8; eherne Tafel, Pol. 3, 26, 1, u. sonst. Bes. ein kupferner Badekessel, Plut. Demetr. 24.

Greek (Liddell-Scott)

χάλκωμα: τό, ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένον ἀγγεῖονσκεῦοςἐργαλεῖονἄλλο τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Σφ. 1214, Ἀποσπ. 381, Λυσίας 154. 22, Ἀποσπ. 32, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 8, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 229F, Ξεν., κλπ.˙ ἀσπίδος τὸ χ., τὸ ἐκ χαλκοῦ μέρος αὐτῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 11˙ - ἀγγεῖον πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Πλουτ. Δημήτρ. 24. 2) πινακὶς ἐκ χαλκοῦ, ἐφ’ ἧς ἐχαράττοντο χρονογραφήματα, ὑπομνήματα, κτλ. Πολύβ. 3. 26, 1, 3. 33, 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 1841 κἑξ.˙ - καθόλου πινακὶς ἢ πλὰξ ἐκ μετάλλου, Πολύβ. 6. 23. 14. 3) τὸ χαλκοῦν ἔμβολον τοῦ πλοίου, Διόδ. 20. 9, Πλουτ. Ἀντών. 67, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vase d’airain.
Étymologie: χαλκός.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α χαλκῶ
σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα
α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια
β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη ως προίκα
νεοελλ.-μσν.
χαλκός
αρχ.
1. χάλκινο αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ πῶμα τοῦ χαλκώματος εἰς ζέον ὕδωρ ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», Πλούτ.)
2. πλάκα, πινακίδα από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις
3. (γενικά) πλάκα, πινακίδα από μέταλλο
4. χάλκινο έμβολο πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», Διόδ.)
5. μεταλλικό ηχείο της λύρας
6. φρ. «ἀσπίδος τὸ χάλκωμα» — το χάλκινο μέρος της ασπίδας (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

χάλκωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο αγγείο, σκεύος, όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο έμβολο πλοίου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χάλκωμα: ατος τό1) медный сосуд Lys., Arph., Xen.;
2) медная ванна Plut.;
3) медная доска (таблица) Polyb.;
4) медный нос корабля Plut., Diod.;
5) медная часть (ἀσπίδος Arst.).