ἀπέρωτος: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπέρωτος:''' -ον ([[ἔρως]]), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], όπως το [[γάμος]] [[ἄγαμος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀπέρωτος:''' -ον ([[ἔρως]]), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], όπως το [[γάμος]] [[ἄγαμος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπέρωτος:''' не любящий: [[ἔρως]] ἀ. Aesch. не настоящая любовь. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἔρως)
A loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M2 in A.Ch.600; but v. foreg.
German (Pape)
[Seite 288] (ἔρως), lieblos, ἔρως ἀπέρωτος Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. ἄγριος, ἀπηνής, Phryn. B. A. 8 ἀναιδής, σκληρός, τραχύς erklärt, οἷον ἀπερίοπτος, ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit ἠπεροπεύω zusammenstellen, da E. M. ἀπεροπεύς hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρωτος: -ον, (ἔρως), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, ἔρως ἀπέρωτος, ὡς τὸ γάμος ἄγαμος, Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε ἀπέρωπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’est plus de l’amour ; haineux.
Étymologie: ἀπό, ἔρως.
Spanish (DGE)
-ον inconsiderado, cruel ἔρως A.Ch.600.
Greek Monolingual
ἀπέρωτος, -ον (Α)
ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος).
Greek Monotonic
ἀπέρωτος: -ον (ἔρως), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· ἔρως ἀπέρωτος, όπως το γάμος ἄγαμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρωτος: не любящий: ἔρως ἀ. Aesch. не настоящая любовь.