περισπειράω: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισπειράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[περιελίσσω]], [[τυλίγω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[περικυκλώνω]] με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, <i>τινι</i>, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι [[ολόγυρα]], [[γίνομαι]] [[κουλούρα]] γύρω από, <i>τινι</i> σε Λουκ. | |lsmtext='''περισπειράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[περιελίσσω]], [[τυλίγω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[περικυκλώνω]] με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, <i>τινι</i>, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι [[ολόγυρα]], [[γίνομαι]] [[κουλούρα]] γύρω από, <i>τινι</i> σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισπειράω:''' <b class="num">1)</b> обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A wind round, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plu.Cam.25 :— Med., τὰ μέσα . . ὁπλίταις περιεσπειραμένος having concentrated his troops around... Id.Ages.31 :—Pass., form round, ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων Id.Cic.22 ; of serpents, etc., twine, coil round, δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος D.S.4.48 : c. dat., τισι Luc.Hist. Conscr.29 ; τῷ ποδί Id.Dips.6 : metaph., insinuate oneself into, τὰς αὐλάς Eun.Hist.p.257 D.
German (Pape)
[Seite 592] rings umwinden, umschlingen, Luc. hist. conscr. 29, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ, Plut. Camill. 25; auch med., mit Soldaten besetzen, Ages. 31, u. pass., Cic. 32.
Greek (Liddell-Scott)
περισπειράω: μέλλ. -άσω, περιτυλίσσω, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ― Μέσ., ἀλλὰ τὰ μέσα τῆς πόλεως καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος, ἐκαρτέρει τὰς ἀπειλὰς κτλ., «περικυκλωσάμενος, περιβαλὼν τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις, ἢ τοὺς ὁπλίτας περιστήσας τοῖς μέσοις τῆς πόλεως» (Κοραῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 31· ― ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ ἄλλων, συσπειρῶμαι, συσσωματοῦμαι πέριξ τινὸς ὅπως προφυλάξω αὐτόν, κύκλῳ περιεσπειραμένων καὶ δορυφορούντων ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 22· οὕτως ἐπὶ ὄφεων, περιελίσσομαι, περισπειραθέντων αὐτοῖς τῶν δρακόντων Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29, περὶ Διψάδων 6. ― Κατὰ Σουΐδ.: «περισπειραθείς· περιπλακείς, περιελιχθείς, κτλ.».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rouler ou entortiller autour : τί τινι une chose autour d’une autre ; Pass. se rouler autour de, entourer de ses replis, τινι;
Moy. περισπειράομαι-ῶμαι s’enrouler autour de, entourer, τινι.
Étymologie: περί, σπεῖρα.
Greek Monotonic
περισπειράω: μέλ. -άσω, περιελίσσω, τυλίγω, σε Πλούτ. — Μέσ., περικυκλώνω με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, τινι, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι ολόγυρα, γίνομαι κουλούρα γύρω από, τινι σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περισπειράω: 1) обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;
2) med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.).