λάθυρος: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάθῠρος:''' ὁ, είδος οσπρίου· πληθ. [[λάθυρα]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''λάθῠρος:''' ὁ, είδος οσπρίου· πληθ. [[λάθυρα]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάθυρος:''' (ᾰ) ὁ бот. вика Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, kind of
A pulse, chickling, Lathyrus sativus, Anaxandr. 41.43 (pl.), Alex.162.12 (both anap.), Thphr.HP8.3.1, Plu.2.286e: heterocl. pl. λάθυρα Babr.74.6.
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, eine schotentragende Pflanze, Theophr. u. A., Essen für arme Leute, Ath. II, 55 a.
Greek (Liddell-Scott)
λάθῠρος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pois chiche, plante.
Étymologie: DELG origine ignorée ; cf. ttf. lat. lens « lentille ».
Greek Monolingual
ο (Α λάθυρος, πληθ. και λάθυρα, τά)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή ομοιότητα με λέξεις που σημαίνουν «φακή» (πρβλ. λατ. lens, αρχ. σλαβ. lęšta, ρωσ. ljača) δεν αποδεικυύει αναγωγή σε κοινή ΙΕ ρίζα, ούτε παράλληλο δανεισμό από μια κοινή πηγή].
Greek Monotonic
λάθῠρος: ὁ, είδος οσπρίου· πληθ. λάθυρα, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
λάθυρος: (ᾰ) ὁ бот. вика Plut.