ληκάω: Difference between revisions
(23) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληκάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορνεύω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ληκᾱν<br />τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ληκάω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πηδάω]]) [[είναι]] επιτατ. [[τύπος]]. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ē</i><i>k</i>- «[[πηδώ]], [[κάμπτω]], [[σπαρταρώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λεττον. <i>l</i><i>ē</i><i>kaju</i>, <i>l</i><i>ē</i><i>kat</i> «[[πετώ]], [[πηδώ]], [[σκιρτώ]]», λιθουαν. <i>lekiu</i>, <i>l</i><i>ē</i><i>kti</i> «[[πετώ]], [[τρέχω]]»). Η λ. συνδέεται με τα <i>λαξ</i>, [[λακτίζω]] και πιθ. με [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος: [[λικερτίζειν]] «σκιρτᾶν»]. | |mltxt=[[ληκάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορνεύω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ληκᾱν<br />τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ληκάω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πηδάω]]) [[είναι]] επιτατ. [[τύπος]]. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ē</i><i>k</i>- «[[πηδώ]], [[κάμπτω]], [[σπαρταρώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λεττον. <i>l</i><i>ē</i><i>kaju</i>, <i>l</i><i>ē</i><i>kat</i> «[[πετώ]], [[πηδώ]], [[σκιρτώ]]», λιθουαν. <i>lekiu</i>, <i>l</i><i>ē</i><i>kti</i> «[[πετώ]], [[τρέχω]]»). Η λ. συνδέεται με τα <i>λαξ</i>, [[λακτίζω]] και πιθ. με [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος: [[λικερτίζειν]] «σκιρτᾶν»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληκάω:''' Arph. = [[βινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(ληκώ)
A = λαικάζω, aor. inf. ληκῆσαι Pherecr.177:—Pass., of the woman, Ar.Th.493; ληκούμεσθ' (sic) Pherecr.l.c. II ληκᾶν· τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῖσθαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ληκάω: λαικάζω: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ (οὕτως ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, τουτέστι διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. βινέω, « sauter » (une femme) Hsch.
Étymologie: DELG cf. λικερτίζω.
Greek Monolingual
ληκάω (Α)
1. πορνεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ληκᾱν
τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληκάω (πρβλ. πηδάω) είναι επιτατ. τύπος. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα lēk- «πηδώ, κάμπτω, σπαρταρώ» (πρβλ. λεττον. lēkaju, lēkat «πετώ, πηδώ, σκιρτώ», λιθουαν. lekiu, lēkti «πετώ, τρέχω»). Η λ. συνδέεται με τα λαξ, λακτίζω και πιθ. με γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος: λικερτίζειν «σκιρτᾶν»].
Russian (Dvoretsky)
ληκάω: Arph. = βινέω.