ξεναρκής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξεναρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που παρέχει [[βοήθεια]], [[υποστήριξη]] σε ξένους, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ξεναρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που παρέχει [[βοήθεια]], [[υποστήριξη]] σε ξένους, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξεναρκής:''' защищающий иностранцев ([[δίκα]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεναρκής Medium diacritics: ξεναρκής Low diacritics: ξεναρκής Capitals: ΞΕΝΑΡΚΗΣ
Transliteration A: xenarkḗs Transliteration B: xenarkēs Transliteration C: ksenarkis Beta Code: cenarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω)

   A aiding strangers, Pi.N.4.12.

German (Pape)

[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.

English (Slater)

ξεναρκής
   1 protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)

Greek Monolingual

ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω-αρκής, ποδ-αρκής].

Greek Monotonic

ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).