ἀκαλαρρείτης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκᾰλαρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ἀκαλός]], [[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[ήσυχα]], μαλακά, [[ακύμαντος]], λέγεται για τον Ωκεανό, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀκᾰλαρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ἀκαλός]], [[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[ήσυχα]], μαλακά, [[ακύμαντος]], λέγεται για τον Ωκεανό, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκᾰλαρρείτης:''' αο adj. m медленно (спокойно) текущий ([[Ὠκεανός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀκαλός, ῥέω)
A soft-flowing, epith. of Ocean, Il.7.422, Od.19.434.
German (Pape)
[Seite 67] sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών); – Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλαρρείτης: -ου, ὁ, (ἀκαλός, ῥέω) = μαλακῶς, ἡσύχως ῥέων, ἀκύμαντος, ἐπίθ. τοῦ Ὠκεανοῦ, Ἰλ. Η. 422, Ὀδ. Τ. 434: - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1185, ἀκᾰλάρροος, ον.
French (Bailly abrégé)
αο;
adj.
qui coule doucement, silencieusement.
Étymologie: ἀκαλός, ῥέω.
English (Autenrieth)
(ἀκαλός): gentlyflowing; epith. of Oceanus, Il. 7.422 and Od. 19.434.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλαρρείτης) -ου
• Morfología: [gen. ἀκαλαρρείταο Il.7.422, Od.19.434]
que discurre suavementede Océano Il.l.c., Od.l.c., Diph.125.5, del río Saranges, Orph.A.1052.
Greek Monolingual
ἀκαλαρρείτης, ο (Α)
αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος
«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + -ρείτης < -ρεFε-τας < ρέω
πρβλ. και ἀκαλάρροος].
Greek Monotonic
ἀκᾰλαρρείτης: -ου, ὁ (ἀκαλός, ῥέω), αυτός που ρέει ήσυχα, μαλακά, ακύμαντος, λέγεται για τον Ωκεανό, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰλαρρείτης: αο adj. m медленно (спокойно) текущий (Ὠκεανός Hom.).