βδελυγμία: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βδελυγμία:''' ἡ ([[βδελύσσομαι]]), [[ναυτία]], [[τάση]] προς έμετο, [[αποστροφή]], [[αηδία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''βδελυγμία:''' ἡ ([[βδελύσσομαι]]), [[ναυτία]], [[τάση]] προς έμετο, [[αποστροφή]], [[αηδία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βδελυγμία:''' ἡ тошнота, тж. отвращение Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A nausea, sickness, Cratin.251, X. Mem.3.11.13. 2 filth, nastiness, Hp.Fist.1.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, = folgdm, Xen. Mem. 3, 11, 13; Hippocr. u. Sp. Nach B. A. 30 eigtl. ναυτία κινοῦσα ἐμετόν, vgl. Cratin. bei Poll. 10, 76.
Greek (Liddell-Scott)
βδελυγμία: ἡ, ἀηδία, σικχασία, «ναυτία κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) ἀκαθαρσία, ἀηδὲς πρᾶγμα. Ἱππ. 883D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mal de mer, nausée.
Étymologie: βδελύσσομαι.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Fist.1
1 asco, náusea μῶν β. σ' ἔχει; Cratin.271, κεκορεσμένοις δὲ καὶ βδελυγμίαν παρέχει X.Mem.3.11.13, cf. Hsch.
•fig. fastidio, tedio τὴν ἐκ τῶν ὁμοίων βδελυγμίαν ἀποδιδράσκων Ael.NA epíl.
2 medic. podredumbre que supura de las fístulas, Hp.l.c.
Greek Monolingual
η (AM βδελυγμία) βδελύσσομαι
αηδία, αποστροφή
αρχ.
σίχαμα, ακαθαρσία.
Greek Monotonic
βδελυγμία: ἡ (βδελύσσομαι), ναυτία, τάση προς έμετο, αποστροφή, αηδία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βδελυγμία: ἡ тошнота, тж. отвращение Xen.