καλλίστευμα: Difference between revisions
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλίστευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> υπέροχη [[ομορφιά]], [[ωραιότητα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ. | |lsmtext='''καλλίστευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> υπέροχη [[ομορφιά]], [[ωραιότητα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλίστευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);<br /><b class="num">2)</b> прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639. II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίστευμα: τό, ὑπέροχον κάλλος, Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον κάλλος, περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet le plus beau :
1 extrême beauté;
2 la plus belle offrande, le plus beau présent;
3 fleur de beauté.
Étymologie: καλλιστεύω.
Greek Monolingual
καλλίστευμα, τὸ (Α) καλλιστεύω
1. το προτέρημα της ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος
2. το βραβείο της ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.)
3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο βραβείο ωραιότητας.
Greek Monotonic
καλλίστευμα: -ατος, τό,
I. υπέροχη ομορφιά, ωραιότητα, σε Ευρ.
II. οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίστευμα: ατος τό1) высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);
2) прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону).