τοξάζομαι: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοξάζομαι:''' μέλ. <i>τοξάσομαι</i>, ([[τόξον]]), αποθ., [[σημαδεύω]] με [[τόξο]], [[τοξεύω]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[τοξεύω]] προς κάποιον, στο ίδ. | |lsmtext='''τοξάζομαι:''' μέλ. <i>τοξάσομαι</i>, ([[τόξον]]), αποθ., [[σημαδεύω]] με [[τόξο]], [[τοξεύω]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[τοξεύω]] προς κάποιον, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοξάζομαι:''' стрелять из лука: τ. τινος Hom. пускать стрелы в кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(τόξον)
A shoot with a bow, Od.8.220,228: c. gen. objecti, shoot at, εἰ καὶ . . τοξαζοίατο φωτῶν ib.218; κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι 22.27: later c. acc., τ. θῆρας Opp.C.4.54.—Poet. word, for which τοξεύω is usual in Prose, but τοξάζω (Act.) occurs in Heraclit. All.13.
German (Pape)
[Seite 1127] mit dem Bogen schießen, Od.; wonach, τινός, 8, 218; τοξάσσεται, 22, 27; τοξάσσαιτο, 22, 78.
Greek (Liddell-Scott)
τοξάζομαι: μέλλ. -άσομαι, (τόξον)· ἀποθ., τοξεύω, ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., ῥίπτω βέλος, τοξεύω πρός τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις εἶναι ἐν χρήσει τὸ τοξεύω.
French (Bailly abrégé)
tirer de l’arc : τινος contre qqn.
Étymologie: τόξον.
English (Autenrieth)
(τόξον), opt. 3 pl. τοξαζοίατο, fut. τοξάσσεται, aor. opt. τοξάσσαιτο: shoot with the bow; τινός, ‘at something,’ Od. 8.218.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τοξάζομαι: μέλ. τοξάσομαι, (τόξον), αποθ., σημαδεύω με τόξο, τοξεύω, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., τοξεύω προς κάποιον, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τοξάζομαι: стрелять из лука: τ. τινος Hom. пускать стрелы в кого-л.