ἐρεύθω: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρεύθω:''' απαρ. αορ. αʹ [[ἐρεῦσαι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] κόκκινο, [[βάφω]] κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[ροδίζω]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐρεύθω:''' απαρ. αορ. αʹ [[ἐρεῦσαι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] κόκκινο, [[βάφω]] κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[ροδίζω]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρεύθω:''' делать красным, обагрять (αἵματι γαῖαν Hom.); pass. быть обагренным (ἐρευθόμενοι βωμοί Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 inf.
A ἐρεῦσαι Il. (v. infr.):—make red, stain with red, αἵματι γαῖαν 11.394 ; γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ 18.329 ; βωμὸν φόνοισι Pythag. ap. S.E. M.9.128:—Pass., to be or become red, Sapph.93, Hp.Epid.2.3.1, Morb. Sacr.15, Theoc.17.127 ; [ἀστὴρ] καλὸν -όμενος A.R.1.778. II intr. in Act., ἔρ]ευθε φώτων [αἵμα] τι γαῖα B.12.152 ; τὸ πρόσωπον ἐ. Hp. Morb.4.38. (ONorse rjóþa, OE. réodan 'redden', OE. réad 'red' ; v. ἐρυθρός.)
German (Pape)
[Seite 1026] röthen, roth färben, γαῖαν αἵματι Il. 11, 394. 18, 329; – pass. roth werden, Hippocr.; ἐρευθομένων ἐπὶ βωμῶν Theocr. 17, 127; Ap. Rh. 1, 778 u. a. Sp. – Hippocr. braucht auch das act. so, τὸ πρόσωπον ἐρεύθει, wird roth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεύθω: ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· (ἐρυθρός): κάμνω τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐρυθρός, Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐρεύσω, ao. ἤρευσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf. ἠρευθόμην;
faire rougir, rougir : αἵματι γαῖαν IL la terre de sang ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: cf. lat. ruber, rufus.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἐρεῦσαι: redden, dye with blood, Il. 11.394, Il. 18.329. (Il.)
Greek Monolingual
ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].
Greek Monolingual
ἐρευθῶ, -έω (Α) έρευθος
είμαι ή γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω.
Greek Monotonic
ἐρεύθω: απαρ. αορ. αʹ ἐρεῦσαι, καθιστώ κάτι κόκκινο, βάφω κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ροδίζω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεύθω: делать красным, обагрять (αἵματι γαῖαν Hom.); pass. быть обагренным (ἐρευθόμενοι βωμοί Theocr.).