ῥῆξις: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῆξις:''' -εως, ἡ (ῥήγνυμαι), [[σπάσιμο]], [[έκρηξη]], [[διάρρηξη]], [[ρήγμα]]· <i>ῥήξεις</i>, κομματιασμένες φλόγες, ως [[ένδειξη]] κακού οιωνού, σε Ευρ.
|lsmtext='''ῥῆξις:''' -εως, ἡ (ῥήγνυμαι), [[σπάσιμο]], [[έκρηξη]], [[διάρρηξη]], [[ρήγμα]]· <i>ῥήξεις</i>, κομματιασμένες φλόγες, ως [[ένδειξη]] κακού οιωνού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῆξις:''' εως ἡ разрыв, трещина (νέφους Arst.): ἔμπυροι ῥήξεις Eur. трещины в пламени (считавшиеся дурной приметой при жертвоприношении).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῆξις Medium diacritics: ῥῆξις Low diacritics: ρήξις Capitals: ΡΗΞΙΣ
Transliteration A: rhē̂xis Transliteration B: rhēxis Transliteration C: riksis Beta Code: r(h=cis

English (LSJ)

εως, ἡ, Aeol. ϝρῆξις Alc.149:—

   A breaking, bursting, φλεβίου Hp.Aph.4.78; sc. ὀστέου Id.VC12; πλευμόνων Phld.Ir.p.28 W. (pl.); ἐμπύρους τ' ἀκμὰς ῥήξεις τε, i.e. both the pointed flames and the broken (the former a good omen, the latter bad), E.Ph.1256; κατὰ ῥῆξιν νέφους Arist.Mu.394b17, cf. Stoic.1.34; ἀέρος ῥ., as the effect of a mighty shout, Plu.Flam.10.    2 breaking forth, τῶν καταμηνίων Hp.Aph.3.28 (pl.); αἵματος ῥ. διὰ ῥινῶν Id.Prog.7; discharge, Id.Aph.5.15, Epid.6.6.12.    II rent, cleft, Plu.2.935c (pl.); ῥήξεις ἐν τοῖς τείχεσιν Ph.Bel.84.22.

German (Pape)

[Seite 840] ἡ, das Reißen, Durchbrechen, Plut. Aem. P. 14; der Riß, Ritz, Spalt, Durchbruch, Eur. Phoen. 1262, Arist. u. Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 3, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῆξις: -εως, ἡ, (ῥήγνυμαι) διάρρηξις, «σπάσιμον», φλεβίου Ἱππ. Ἀφ. 1252· ὀστέου ὁ αὐτ. ἐν Τρωμ. Κεφ. 903· - ἐμπύρους τ’ ἀκμὰς ῥήξεις τε ἐνώμων, παρετήρουν (οἱ μάντεις) τὰς εἰς ὀξὺ ληγούσας φλόγας καὶ τὰς διαρρηγνυμένας ἀτάκτως (ὧν αἱ πρῶται ἦσαν καλὸς οἰωνός, αἱ δὲ δεύτεραι κακός), Εὐρ. Φοίν. 1255, πρβλ. πυρὸς ἀκμαῖς Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1· κατὰ ῥῆξιν νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 11· ῥ. ἀέρος, ὡς ἀποτέλεσμα ἰσχυροῦ ἤχου, Πλουτ. Φλαμ. 10. 2) διάρρηξις, ἐκροή, τῶν καταμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1248· αἵματος ῥ. ἐκ τῶν ῥινῶν ὁ αὐτ. 38. 46· - πύωσις, «ὄμπυασμα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. 1191Α. ΙΙ. ὡς τὸ ῥῆγμα, βάθεσι μεγάλοις καὶ ῥήξεσιν Πλούτ. 2. 935C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

ῥῆξις: -εως, ἡ (ῥήγνυμαι), σπάσιμο, έκρηξη, διάρρηξη, ρήγμα· ῥήξεις, κομματιασμένες φλόγες, ως ένδειξη κακού οιωνού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῆξις: εως ἡ разрыв, трещина (νέφους Arst.): ἔμπυροι ῥήξεις Eur. трещины в пламени (считавшиеся дурной приметой при жертвоприношении).