ὑπερνικάω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερνῑκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κάτι]] περισσότερο από [[νικητής]], [[κατακτητής]], [[πορθητής]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑπερνῑκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κάτι]] περισσότερο από [[νικητής]], [[κατακτητής]], [[πορθητής]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερνῑκάω:''' полностью побеждать, преодолевать (ἔν τινι NT).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερνῑκάω Medium diacritics: ὑπερνικάω Low diacritics: υπερνικάω Capitals: ΥΠΕΡΝΙΚΑΩ
Transliteration A: hypernikáō Transliteration B: hypernikaō Transliteration C: ypernikao Beta Code: u(pernika/w

English (LSJ)

   A prevail completely over, Hp.Hebd.50, Gal.19.645; to be more than conqueror, Ep.Rom.8.37: c. acc., τὰς Χάριτας, μίμημα, Lib.Descr.30.9,4.

German (Pape)

[Seite 1199] weit übertreffen, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερνῑκάω: εἶμαι πλέον ἢ νικητής, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 37, Βυζαντ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vaincre tout à fait, triompher de.
Étymologie: ὑπέρ, νικάω.

English (Strong)

from ὑπέρ and νικάω; to vanquish beyond, i.e. gain a decisive victory: more than conquer.

English (Thayer)

ὑπερνίκω; (Cyprian supervinco); to be more than a conqueror, to gain a surpassing victory: νικᾷ καί μή ὑπερνικα; Socrat. h. e. 3,21 νικαν καλόν, ὑπερνικαν δέ σπιφθονον. Found in other ecclesiastical writings (Eusebius, h. e. 8,14, 15, uses ὑπερεκνικαν.)

Greek Monotonic

ὑπερνῑκάω: μέλ. -ήσω, είμαι κάτι περισσότερο από νικητής, κατακτητής, πορθητής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑπερνῑκάω: полностью побеждать, преодолевать (ἔν τινι NT).