δεκάμηνος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάμηνος:''' -ον ([[μήν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] [[δέκα]] μηνών, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη [[διάρκεια]] του δεκάτου [[μήνα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δεκάμηνος:''' -ον ([[μήν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] [[δέκα]] μηνών, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη [[διάρκεια]] του δεκάτου [[μήνα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάμηνος:''' <b class="num">1)</b> десятимесячный (σκύλακες Xen.; κάπροι Arst.): δ. [[ἐών]] Theocr. будучи десяти месяцев от роду;<br /><b class="num">2)</b> совершающийся на десятом месяце ([[τόκος]] Arst.): ἡ [[αἵρεσις]] δ. ἐγένετο Her. взятие (города) произошло на десятом месяце. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ten months old, σκύλαξ X.Cyn.7.6, cf. Theoc.24.1. 2 in the tenth month, ἡ αἵρεσις ἐγένετο ἔς τι δ. Hdt. 9.3; τὰ δ. (sc. παιδία) Hp.Septim.7; γυνὴ κυεῖ δ. prob. l. in Men. 413; τόκος δ. Arist.GA777b14: neut. pl. as Adv., ib.772b9. 3 consisting of ten months, ἡ δ. (sc. περίοδος) Placit.5.18.1: Subst. δεκάμηνον, τό, Schwyzer 195.12 (Delos, ii B.C.), PRyl.88.17 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 542] dasselbe, σκύλακες Xen. Cyn. 7, 6; κάπροι Arist. H. A. 5, 14; Theocr. 24, 1; – im zehnten Monat, γυνὴ κυεῖ δεκάμ. Menand. bei Gell. 3, 16; – δεκάμηνος ἦν ἡ αἵρεσις ἐς τὴν ἐπιστρατηΐην, die Einnahme von 10 Monaten her, d. i. 10 Monate nach der Einnahme, Her. 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάμηνος: -ον, ἔχων ἡλικίαν δέκα μηνῶν, σκύλαξ Ξεν. Κυν. 7. 6, πρβλ. Θεόκρ. 24. 1. 2) ἐν τῷ δεκάτῳ μηνί, ἡ αἵρεσις ἦν δ. Ἡρόδ. 9. 3· γυνή κύει δ. Μένανδ. Πλοκ. 3· τόκος δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 4. 10, 4· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 4. 4, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 âgé de dix mois;
2 qui se fait ou a lieu au bout de dix mois;
3 qui dure dix mois.
Étymologie: δέκα, μήν².
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. y anim. de diez meses de edad o de vida de Heracles, Theoc.24.1, de niños nacidos en el décimo mes de gestación βρέφος Hymn.Is.15 (Ios)
•en uso pred. a los diez meses de edad ἄγειν ... ἐπὶ τὸ κυνηγέσιον ... τοὺς δὲ ἄρρενας δεκαμήνους X.Cyn.7.6, ἐνιαχοῦ ... οἱ κάπροι δεκάμηνοι ἄρχονται ὀχεύειν Arist.HA 545b2
•subst. τὸ δεκάμηνον el feto de diez meses Hp.Oct.2, 10, plu. Placit.5.18.1
•tb. ὁ δ. el parto a los diez meses (en cómputo inclusivo), el parto LXX 4Ma.16.7.
2 que sucede a los diez meses, en el décimo mes ἡ ... αἵρεσις ἐς τὴν ὑστέρην τὴν Μαρδονίου ἐπιστρατηίην δ. ἐγένετο la toma (de Atenas) tuvo lugar diez meses antes de la invasión de Mardonio Hdt.9.3, οἱ ... δεκάμηνοι τῶν τόκων los partos de diez meses Hp.Oct.4
•neutr. plu. como adv. δεκάμηνα a los diez meses ἑπτάμηνα καὶ δ. γεννῶνται καὶ κατὰ τοὺς μεταξὺ χρόνους (en los humanos) el nacimiento se produce a los siete, a los diez meses o en el período intermedio Arist.GA 772b9.
3 que dura diez meses δ. ὁ πλεῖστος (τόκος) (en los humanos) la gestación más larga es de diez meses (lunares), Arist.GA 777b14.
II subst. ἡ δεκάμηνος período, plazo de diez meses, ICr.1.16.3.12 (Lato II a.C.), PRyl.88.17 (II d.C.) en BL 9.227, πρὸς δεκάμηνον Hp.Epid.2.3.17, εἰς δεκάμηνον BGU 1749.14 (I a.C.), Placit.5.18.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δεκάμηνος, -ον)
1. διάρκειας δέκα μηνών («δεκάμηνος περίοδος»)
2. ηλικίας δέκα μηνών («δεκάμηνα βρέφη»)
3. γεννημένος μετά τη συμπλήρωση του δέκατου μήνα της κύησης
4. το ουδ. ως ουσ. δεκάμηνο, το
χρονικό διάστημα δέκα μηνών
αρχ.
αυτός που διεξάγεται κατά τον δέκατο μήνα.
Greek Monotonic
δεκάμηνος: -ον (μήν),
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα μηνών, σε Ξεν.
2. στη διάρκεια του δεκάτου μήνα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δεκάμηνος: 1) десятимесячный (σκύλακες Xen.; κάπροι Arst.): δ. ἐών Theocr. будучи десяти месяцев от роду;
2) совершающийся на десятом месяце (τόκος Arst.): ἡ αἵρεσις δ. ἐγένετο Her. взятие (города) произошло на десятом месяце.