ὑπονύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπονύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] ή [[τσιμπώ]], κεντώ από [[κάτω]]· γενικά, [[κεντρίζω]], [[τσιμπώ]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑπονύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] ή [[τσιμπώ]], κεντώ από [[κάτω]]· γενικά, [[κεντρίζω]], [[τσιμπώ]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπονύσσω:''' колоть, жалить ([[ἄκρα]] [[δάκτυλα]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονύσσω Medium diacritics: ὑπονύσσω Low diacritics: υπονύσσω Capitals: ΥΠΟΝΥΣΣΩ
Transliteration A: hyponýssō Transliteration B: hyponyssō Transliteration C: yponysso Beta Code: u(ponu/ssw

English (LSJ)

   A prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.

Greek Monolingual

Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτωἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].

Greek Monotonic

ὑπονύσσω: μέλ. -ξω, τρυπώ ή τσιμπώ, κεντώ από κάτω· γενικά, κεντρίζω, τσιμπώ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονύσσω: колоть, жалить (ἄκρα δάκτυλα Theocr.).