χορηγεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χορηγεῖον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] στον οποίο εκπαιδεύεται ο [[χορός]], [[σχολή]] χορού, [[χοροδιδασκαλείο]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., <i>χορηγεῖα</i> ή <i>χορήγια</i>, <i>τά</i>, προμήθειες στρατεύματος, Λατ. [[commeatus]], σε Πολύβ.· πρβλ. [[χορηγία]] II. 2.
|lsmtext='''χορηγεῖον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] στον οποίο εκπαιδεύεται ο [[χορός]], [[σχολή]] χορού, [[χοροδιδασκαλείο]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., <i>χορηγεῖα</i> ή <i>χορήγια</i>, <i>τά</i>, προμήθειες στρατεύματος, Λατ. [[commeatus]], σε Πολύβ.· πρβλ. [[χορηγία]] II. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''χορηγεῖον:''' τό<b class="num">1)</b> хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Polyb. v. l. = [[χορήγιον]].
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγεῖον Medium diacritics: χορηγεῖον Low diacritics: χορηγείον Capitals: ΧΟΡΗΓΕΙΟΝ
Transliteration A: chorēgeîon Transliteration B: chorēgeion Transliteration C: chorigeion Beta Code: xorhgei=on

English (LSJ)

τό,

   A = χορήγιον, the school in which a chorus was trained for public performance, Phryn.PSp.126 B.    2 generally, school, Epich.13,104.    II treasury, revenue, τὸ Διονυσίου χ. Aristox. Fr.Hist.15.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, = χορήγιον; Ath. X, 456 e; Phryn. in B. A. 82.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγεῖον: τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο οἱ χορευταὶ ὅπως λάβωσι μέρος εἰς τὴν δημοσίᾳ γεινομένην παράστασιν, χοροδιδασκαλεῖον, Δημ. 403. 22, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 106, Α. Β. 72. 2) καθόλου, Σχολεῖον, Πολυδ. Θ΄, 42. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπιτήδεια στρατεύματος, Λατ. commeatus, Πολύβ. 1. 17, 5., 18, 5, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ταμεῖον, Ἀθήν. 546Α. -Τὰ Ἀντίγραφα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι χορήγιον, καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ ἴσως αὕτη εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu où le chœur s’habillait et s’exerçait;
2 magasin d’habillements et de décors;
3 approvisionnement pour une armée au pl.
Étymologie: χορηγός.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α
1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους
2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο
3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο
4. στον πληθ. τά χορηγεῑα
τα απαραίτητα για την συντήρηση ενός στρατεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ναυπηγ-εῖον)].

Greek Monotonic

χορηγεῖον: τό,
I. τόπος στον οποίο εκπαιδεύεται ο χορός, σχολή χορού, χοροδιδασκαλείο, σε Δημ.
II. σε πληθ., χορηγεῖα ή χορήγια, τά, προμήθειες στρατεύματος, Λατ. commeatus, σε Πολύβ.· πρβλ. χορηγία II. 2.

Russian (Dvoretsky)

χορηγεῖον: τό1) хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;
2) Polyb. v. l. = χορήγιον.