συγκλονέω: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκλονέω:''' [[τινάζω]] μαζί, [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], συνταράζω, [[συγκλονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''συγκλονέω:''' [[τινάζω]] μαζί, [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], συνταράζω, [[συγκλονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκλονέω:''' приводить в смятение, повергать в замешательство (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; [[νέας]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A dash together, confound utterly, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Il.13.722; νέας AP9.755; ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι... σ. Eus.Mynd.12; τοὺς καρπούς EM378.48; of concussion of joints, Gal.7.185.
German (Pape)
[Seite 968] durch einander bewegen, rütteln, verwirren; συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί, Il. 13, 722; νέας συγκλονέουσα Σκύλλα, Ep. ad. 275 (IX, 755).
Greek (Liddell-Scott)
συγκλονέω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, κλονῶ ὁμοῦ, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ νέας Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jeter de la confusion, troubler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κλονέω.
English (Autenrieth)
ipf. συνεκλόνεον: confound, Il. 13.722†.
Greek Monotonic
συγκλονέω: τινάζω μαζί, αναταράζω με δύναμη, συνταράζω, συγκλονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
συγκλονέω: приводить в смятение, повергать в замешательство (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; νέας Anth.).