φιλόκνισος: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόκνῐσος:''' -ον ([[κνίζω]]), αυτός που αγαπά το [[τσίμπημα]] ή το [[γαργάλημα]], [[λάγνος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλόκνῐσος:''' -ον ([[κνίζω]]), αυτός που αγαπά το [[τσίμπημα]] ή το [[γαργάλημα]], [[λάγνος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόκνῐσος:''' любящий почесывание Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κνίζω)
A fond of pinching, prurient, AP11.7 (Nic. or Nicarch.).
φῐλό-κνῑσος, ον,
A delighting in the savour of banquets, Nonn.D.19.179.
German (Pape)
[Seite 1281] gern kneipend, neckend, schäkernd, bes. Freund verliebter Neckereien, Nicand. 1 (XI, 7).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκνῐσος: -ον, (κνίζω) ὁ ἀγαπῶν τὰ γαργαλίσματα, λάγνος, Ἀνθ. Παλατ. 11. 7.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui aime à être frotté, chatouillé.
Étymologie: φίλος, κνίζω.
2ος, ον :
qui aime l’odeur de la graisse des viandes rôties.
Étymologie: φίλος, κνῖσα.
Greek Monolingual
(I)
-ον, ΜΑ
αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ-κνισος].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< θ. αορ. κνῐσ- του κνίζω, -ομαι «ερεθίζω, γαργαλώ»)].
Greek Monotonic
φῐλόκνῐσος: -ον (κνίζω), αυτός που αγαπά το τσίμπημα ή το γαργάλημα, λάγνος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκνῐσος: любящий почесывание Anth.