οὐρανοπετής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(30)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρανοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψι</i>-<i>πετής</i>].
|mltxt=[[οὐρανοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψι</i>-<i>πετής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρᾰνοπετής:''' упавший с неба (δαίμονες Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοπετής Medium diacritics: οὐρανοπετής Low diacritics: ουρανοπετής Capitals: ΟΥΡΑΝΟΠΕΤΗΣ
Transliteration A: ouranopetḗs Transliteration B: ouranopetēs Transliteration C: ouranopetis Beta Code: ou)ranopeth/s

English (LSJ)

ές,

   A fallen from heaven, δαίμονες Plu.2.83 of, cf. 870c.

German (Pape)

[Seite 417] ές, vom Himmel gefallen; δαίμονες, Empedocl. bei Plut. de vit. aer. al. 7; Symp. 2, 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοπετής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Πλούτ. 2. 830Ε, κτλ. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τ. Α΄, σελ. 278, 314.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tombé du ciel.
Étymologie: οὐρανός, πίπτω.

Greek Monolingual

οὐρανοπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι-πετής].

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνοπετής: упавший с неба (δαίμονες Plut.).