οὐρανοπετής: Difference between revisions
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(30) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐρανοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψι</i>-<i>πετής</i>]. | |mltxt=[[οὐρανοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψι</i>-<i>πετής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐρᾰνοπετής:''' упавший с неба (δαίμονες Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A fallen from heaven, δαίμονες Plu.2.83 of, cf. 870c.
German (Pape)
[Seite 417] ές, vom Himmel gefallen; δαίμονες, Empedocl. bei Plut. de vit. aer. al. 7; Symp. 2, 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοπετής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Πλούτ. 2. 830Ε, κτλ. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τ. Α΄, σελ. 278, 314.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tombé du ciel.
Étymologie: οὐρανός, πίπτω.
Greek Monolingual
οὐρανοπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι-πετής].
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾰνοπετής: упавший с неба (δαίμονες Plut.).