ὁπηλίκος: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(29) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁπηλίκος]], -η, -ον (Α)<br />(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο [[μεγάλος]] ή [[μικρός]] («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα [[διαιρετέον]] αὐτούς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφορική αντων. [[ὁπηλίκος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και από την ερωτηματική αντων. [[πηλίκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηλίκος]]). Για τον σχηματισμό του [[ὁπηλίκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλίκος]] <b>πρβλ.</b> και [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὁπόσος]] <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] κ.λπ.]. | |mltxt=[[ὁπηλίκος]], -η, -ον (Α)<br />(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο [[μεγάλος]] ή [[μικρός]] («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα [[διαιρετέον]] αὐτούς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφορική αντων. [[ὁπηλίκος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και από την ερωτηματική αντων. [[πηλίκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηλίκος]]). Για τον σχηματισμό του [[ὁπηλίκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλίκος]] <b>πρβλ.</b> και [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὁπόσος]] <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] κ.λπ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπηλίκος:''' (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, relat. and indirect interrog.,
A however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U. ; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145 ; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.
German (Pape)
[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.
Greek Monolingual
ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].
Russian (Dvoretsky)
ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.