συναύξησις: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναύξησις:''' -εως, ἡ, [[ανάπτυξη]], [[αύξηση]] από κοινού, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συναύξησις:''' -εως, ἡ, [[ανάπτυξη]], [[αύξηση]] από κοινού, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναύξησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> увеличение, расширение, приумножение Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> одновременный рост (τοῦ ὀστράκου Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A growing together, common growth, τῶν ὀστέων Hp.Art.53; τοῦ ὀστράκου Arist.HA622b15; simply, enlargement, growth, of the breasts, Sor.1.76; τοῦ ἐμβρύου ib.10; increase, ἀποκρίσεως, opp. μείωσις, ib.20; aggravation, νόσων Herod. Med. ap. Orib.5.30.6: abs., Plb.1.6.3.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Mitwachsen, die Vergrößerung, Pol. 1, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναύξησις: -εως, ἡ, τὸ ὁμοῦ αὐξάνεσθαι, κοινὴ αὔξησις, τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accroissement simultané.
Étymologie: συναύξησις.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συναύξω / -ομαι]]
1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. αύξηση
3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συναύξω / -ομαι]]
1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. αύξηση
3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση.
Greek Monotonic
συναύξησις: -εως, ἡ, ανάπτυξη, αύξηση από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συναύξησις: εως ἡ1) увеличение, расширение, приумножение Polyb.;
2) одновременный рост (τοῦ ὀστράκου Arst.).