διασταθμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασταθμάομαι:''' αποθ., [[κανονίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] σύμφωνα με τους κανόνες, [[ζυγίζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''διασταθμάομαι:''' αποθ., [[κανονίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] σύμφωνα με τους κανόνες, [[ζυγίζω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασταθμάομαι:''' размеривать, отмежевывать: ὃς [[ἡμῖν]] βίοτον ἐκ θηριώδους διεσταθμήσατο Eur. тот, кто вывел нашу жизнь из животного состояния.
}}
}}

Revision as of 09:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασταθμάομαι Medium diacritics: διασταθμάομαι Low diacritics: διασταθμάομαι Capitals: ΔΙΑΣΤΑΘΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diastathmáomai Transliteration B: diastathmaomai Transliteration C: diastathmaomai Beta Code: diastaqma/omai

English (LSJ)

   A separate, αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp.202:—Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 603] zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους Eur. Suppl. 213.

Greek (Liddell-Scott)

διασταθμάομαι: ἀποθ., διακανονίζω, ῥυθμίζω, αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
disposer, régler.
Étymologie: διά, σταθμάω.

Spanish (DGE)

1 tr. disponer ordenadamente, organizar ὃς ἡμῖν βίοτον ... θεῶν διεσταθμήσατο el (dios) que puso orden en nuestras vidas E.Supp.202
en v. act. διασταθμῆσαι· διελεῖν Hsch.
2 intr. medir, sopesar, calcular conforme a medidas λεπτότητι καὶ παχύτητι διασταθμωμένη τεκμαίρεται (ἡ ἰητρική) ὧν τε σημεῖα ταῦτα por la fluidez o el espesor (de las secreciones), (la medicina) toma sus medidas y conjetura de qué son síntomas tales indicios Hp.de Arte 12.

Greek Monotonic

διασταθμάομαι: αποθ., κανονίζω, ρυθμίζω, καθορίζω σύμφωνα με τους κανόνες, ζυγίζω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διασταθμάομαι: размеривать, отмежевывать: ὃς ἡμῖν βίοτον ἐκ θηριώδους διεσταθμήσατο Eur. тот, кто вывел нашу жизнь из животного состояния.